επιδόρπιο

επιδόρπιο
το (Α ἐπιδόρπιος, -ον και -ος, -α, -ον)
φαγητό και γλυκό που προσφέρονται μετά το κύριο γεύμα
αρχ.
κατάλληλος για χρήση στο τέλος τού δείπνου («ἐπιδόρπιον ὕδωρ», «ἐπιδόρπιοι τράπεζαι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δόρπον «απογευματινό φαγητό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιτραγηματίζω — ἐπιτραγηματίζω (Α) προσφέρω κατά το γεύμα ως επιδόρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τραγηματίζω (< τράγημα «επιδόρπιο» < θ. τραγ (πρβλ. τραγ ανός τραγ είν, τρώγ ω)] …   Dictionary of Greek

  • δόρπον — δόρπον, το και δόρπος, ο (Α) 1. δείπνο 2. γεύμα, φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο τ. άγνωστης ετυμολ. Αναπόδεικτη παραμένει η υπόθεση ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. dorkw ο και συνδέεται με αλβ. τ. darke. Εύχρηστος στη Νέα Ελληνική είναι ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • επίδορπον — ἐπίδορπον, τὸ (Α) το επιδόρπιο …   Dictionary of Greek

  • επεισόδιο — το (Α ἐπεισόδιον) 1. το διαλογικό μέρος τού αρχαίου δράματος μεταξύ δύο χορικών ασμάτων 2. γεγονός που παρεμβάλλεται στη συνέχεια, (η συνοχή ή την τάξη ενός συνόλου «ζωηρά επεισόδια στη διάρκεια τής τελετής» «ἐπεισόδια... οἷον νεῶν κατάλογος»,… …   Dictionary of Greek

  • επιδορπίζομαι — ἐπιδορπίζομαι (Α) τρώω ως επιδόρπιο …   Dictionary of Greek

  • επιδόρπισμα — ἐπιδόρπισμα, τὸ (Α) επιδόρπιο …   Dictionary of Greek

  • επιτράγημα — ἐπιτράγημα, τὸ (Μ) το δεύτερο φαγητό, το επιδόρπιο …   Dictionary of Greek

  • επιτρώγω — ἐπιτρώγω (AM) τρώω επί πλέον, τρώω κάτι ως επιδόρπιο ή τρώω μετά από κάτι άλλο («κρόμμυον ἐπιτρώγοντας ἐν τῇ ἑορτῇ», Λουκιαν.) 2. γεν. τρώω …   Dictionary of Greek

  • ισχαδοκάρυον — ἰσχαδοκάρυον, τὸ (Α) επιδόρπιο από μίγμα ξηρών σύκων με καρύδι ή αμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς άδος + κάρυον < κάρυον «καρύδι»), πρβλ. λεπτο κάρυον, μοσχο κάρυον] …   Dictionary of Greek

  • μεταδόρπιος — μεταδόρπιος, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τού δείπνου ή μετά το δείπνο 2. αυτός που κάνει κάτι μετά το δείπνο 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταδόρπιον το έδεσμα που προσφέρεται μετά το κύριο φαγητό, το επιδόρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”